- λαμπαδοδρομικὸς
- λαμπαδο-δρομικὸς ἀγών, Wettlauf mit Fackeln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαμπαδοδρομικός — λαμπαδοδρομικός, ή, όν (Α) [λαμπαδοδρόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαμπαδηδρομία («λαμπαδοδρομικὸς ἀγών» λαμπαδηφορία) … Dictionary of Greek
λαμπαδοδρομικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)